- ὀλιγοχρονιώτεραι
- ὀλιγοχρόνιοςof short durationfem nom/voc comp plὀλιγοχρόνιοςof short durationfem nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοχρόνιος — α, ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, ον, θηλ. και ία) [ολιγόχρονος] αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ. β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
τυραννίδα — η / τυραννίς, ίδος, ΝΜΑ 1. η εξουσία, η κυριαρχία τού τυράννου, τυραννία, βασιλική αρχή, δεσποτεία («Διὸς τυραννίδα», Αισχύλ.) 2. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και αυταρχικό από τον τύραννο, απολυταρχία, ολιγαρχία… … Dictionary of Greek